Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 22, Corrispondenza 22



Πάρα πολλές από αυτές τις βιολετί παιονίες στα δεξιά, νομίζεις θα γείρουν με το βάρος του χρώματός τους το καρότσι και θα πέσει. Και πίσω τους μια αγκαλιά μικρότερα λουλούδια, με ροζ άνθη. Λίγο αριστερά πιο ροζ παιονίες, σχεδόν άσπρες, κι εδώ αρχίζουν να εισέρχονται τριαντάφυλλα, άσπρα, ροζ, εκρού, και τριανταφυλλί (τριανταφυλλί τριαντάφυλλα;) και κίτρινα, και κόκκινα.

Στην Πιάτσα Ναβόνα, ένα απόγευμα που έπαιζαν ο Κηθ και ο Ντανίλο, ήρθε η αστυνομία και τους σταμάτησε, στα πλαίσια «καθαρισμού» της πόλης. Οι μουσικοί ενοχλούν τώρα. Ο κόσμος γιουχάιζε, μα εκείνοι ζήτησαν τις ταυτότητες τους, ο κόσμος έβγαλε τις δικές του ταυτότητες, ‘’πάρε αυτή, πάρε κι αυτή, πάρε και μια απ’ την Ελλάδα’’, φωνές. Τελικά η μουσική σταμάτησε, η πλατεία άδειασε. (στην εφημερίδα σχεδόν κάθε μέρα μια νέα αυτοκτονία, εδώ, εκεί, η πλατεία άδειασε).

Απόγευμα, στη γειτονιά της Μπαλντουίνα, 5 και μισή. Ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος άντρας με μπαστούνι προσπαθεί να προχωρήσει στο πεζοδρόμιο. Κάνει μικρές κινήσεις, σχεδόν επί τόπου, ενώ το μπαστούνι του είναι καρφωμένο στην άσφαλτο. Κάθε δέκα ας πούμε μικρομετατοπίσεις, κερδίζει μια ελάχιστη μετακίνηση. Σα να χορεύει σούστα, της Κρήτης, μα στην απελπισμένη της μορφή. Μαζί με το μπαστούνι κρατά μια σακούλα πλαστική του σούπερ μάρκετ με πράγματα, κι άλλη μια άδεια, τσαλακωμένη. Άσπρα μαλλιά, ωραία μορφή, αλλά σκληρή έκφραση. Στους περαστικούς που κοντοστέκονται, μην ξέροντας να βοηθήσουν ή να προσπεράσουν, μιλά (νομίζω) απότομα. Να φύγουν, να μην του κλείνουν το δρόμο.
Έχεις την αίσθηση ότι θα αργήσει, αλλά θα πάει πολύ μακρυά.
Σκέφτομαι τον Αγγελιαφόρο στην «Αντιγόνη»: Δε θα σου πω βέβαια πως … έφτασα σηκώνοντας το πόδι μου ανάλαφρο. Όχι, δεν έφτασα έτσι. Βλέπεις από τις σκέψεις που με τρώγανε όλο σταματήματα ήμουν στο δρόμο μου.

Πέμπτη βράδυ στην Γκαρμπατέλλα, μια πρώην εργατική συνοικία στο (πρώην) φωταέριο της Ρώμης. Ο χρόνος, μαγικός, μαλακός, έχει σταματήσει εκεί στη δεκαετία του μεσοπολέμου που την έφτιαξε. Πολυκατοικίες βγάζουν σε κοινές αυλές, παγκάκια, αγγελικές, γιασεμιά. Αρχιτεκτονική της γλυκύτητας, ποδήλατα παιδιών παρκαρισμένα κι αφύλακτα, κοιμούνται. Μικρές μονοκατοικίες, στους κήπους ντομάτες και βασιλικοί. Η αδιαπραγμάτευτη αίσθηση της κοινότητας, παλιά αυτό το λέγαμε γειτονιά. Εδώ γυρίστηκε η ταινία του Μορέττι με τον ποδηλάτη, αν θέλεις να δεις. Κι απ’ αυτές τις γειτονιές, τέτοιες γειτονιές, λέει ο Ερνέστο που με οδηγεί, ξεκίνησε η ιστορία της κουζίνας της Ρώμης. Επειδή η εκκλησία έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια κρέας (μα έλα τώρα) και στον κόσμο άφηνε τα υπολείμματα, εντόσθια, ουρές, πόδια. Κι απ’ αυτά τα υπολείμματα εκείνοι έφτιαχναν αριστουργήματα (φάε κόπα, κοινώς πηχτή, και θα με θυμηθείς). Γιατί η ουσία δεν είναι τι σου δίνουν, αλλά τι επιλέγεις να πάρεις. Κι έτσι προκύπτει η ελευθερία.

Το ποδηλατάκι μέσα μου ξεκουράζεται. Πολλά χιλιόμετρα πάνω του, κάποιες φορές ήτανε λίγο δύσκολο.
Στο τέλος όμως το να ‘ρθω σε σένα νίκησε
(μτφ. Ν. Παναγιωτόπουλος)

Ιωάννα, Ρώμη, 25 Μαΐου
φωτό: ποδήλατο μέσα, η αστυνομία της μουσικής





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου