Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 23, Corrispondenza 23



 Στον Παλατίνο λόφο (εδώ γεννήθηκε η Ρώμη), ευτυχές «ρεπορτάζ» για τον Φ. Στα σύνορά του υπάρχει ακόμα μία Ιερά Οδός, η οδός των θριάμβων τους εδώ/τώρα. Μια γιαγιά σ’ ένα παγκάκι ταΐζει μια γάτα. Έχει κι ένα φτυάρι μαζί της, γιατί άραγε; Είναι στους κήπους Φαρνέζε, ίσως οι πρώτοι βοτανικοί κήποι στην Ευρώπη, 16ος μΧ, εδώ εισήχθηκαν (στην Ιταλία και την Ευρώπη) πολλά είδη φυτών και δέντρων. Ανάμεσά τους η Ακάκια Φαρνεζιάνα. Σκίτσο στον τοίχο, κατευθείαν ανάμνηση, Γλυκιά Οφηλία, Γλυκιά Ακακία. Τι κάνουν τα δέντρα στην Αθήνα άραγε; Οι ακακίες, στην Πειραιώς, στο Θησείο, στο Πάρκο, στην Αλεξάνδρας, στα Πατήσια, στην Ακαδημίας, στη Ζωοδόχου Πηγής, στην Αγ. Ασωμάτων, στην Αλεξάνδρας, στην Ιερά Οδό 2; Λέω τα ονόματα των δρόμων γιατί μου προκαλεί χαρά (και γιατί ζήλεψα τον Αγγελιαφόρο στους «Πέρσες»). Τι κάνουν οι φίλοι στην Αθήνα άραγε; Ποτίζουν τα δέντρα; Οι ελιές στο Παλατίνο έχουν δέσει, που λέμε και στην Κρήτη, οι δικές μου θα θέλουν πότισμα και πάλι δεν είμαι εκεί. Για να ποτίσω τα δέντρα.

Στις τουαλέτες του πάρκου, στη Βίλα Μποργκέζε, κοντά στη λίμνη (η γυναίκα που φτιάχνει τις κούκλες δεν ήταν εδώ). Η γυναίκα που εξυπηρετεί τον κόσμο, καθώς βγαίνω, κάτι μου λέει, καταλαβαίνω ότι μου δείχνει προς τα δεξιά. Γυρίζω, σ’ ένα καροτσάκι ένα μικρό μωρό ανοιγοκλείνει τα μάτια του, χωρίς να εστιάζει κάπου. Η μαμά του το άφησε για λίγο στην κυρία για να πάει στην τουαλέτα, συμπεραίνω, κι εκείνη, χαρούμενη για το καθήκον, το μοιράζεται μαζί μου. Μια στιγμή ενός δευτερολέπτου. Σκέφτομαι μετά, αφού θέλησε να μου το πει, εμένα που δε με ξέρει, το πράγμα την υπερβαίνει, η ομορφιά του, η τρυφερότητά του.
Και τότε είναι καλά τα πράγματα. Ο κήπος είναι ανθηρός.

Λίγες μέρες μετά, έκθεση στην Ara Pacis, “Avanguardie Rùsse”. Φωτογραφία πρώτη: Kazimir Malevich, “Suprematism”/1915-6. Ένα δάκρυ ανάμεσα στις αυστηρές γραμμές, una lacrima. Έτσι απαντούν εδώ όταν προσφέρεις φαγητό και θέλουν λίγο, «βάλε μου ένα δάκρυ, una lacrima». Εμείς λέμε: «μια στάλα».
Φωτογραφία δεύτερη (απαγορεύεται, εννοείται): Vasilij Kandinsky, “Red wall. Destiny”/1909. O τίτλος με ακινητοποιεί. Η κόκκινη γραμμή είναι μια οδός υγρή, σαν ποτάμι εσωτερικό, ηφαιστείου. “Clear the old trash from your hearts! The streets will be our paintbrushes, the public squares our pallets…” Vladimir Majakovsij, “An order to the Art Army”/1918.
Τα χρόνια των μεγάλων δρόμων, τα μεγάλα χρόνια. Στο γλυπτό του Vladimir Yevgrafovich Tatlin, “Choice of High-Level Material”/1914-5, που μοιάζει πολύ, έτσι όπως φωτίζεται, με το ποδηλατάκι της Γκαρμπατέλλα και με καράβι, φωτογραφίζω γρήγορα και μια κοπέλα μου λέει χαμογελώντας, ζεστά, στα ισπανικά, ότι έρχεται ο φύλακας (νομίζω). Της λέω ευχαριστώ, το χαμόγελό της είναι μια συνωμοσία κατανόησης και συμμετοχής, στο ότι «κλέβω» κάτι που μας είναι κοινά όμορφο, ακόμη και αγαπητό.

Χθες, ψάχνοντας ίχνη από το θέατρο του Πομπήιου κοντά στο Λάργκο Αρτζεντίνα. Υπάρχει ένας δρόμος κοίλος, που ακολουθεί την αρχιτεκτονική του θεάτρου. Είμαι με το ποδήλατο, ρωτώ μια σινιόρα μεγάλης ηλικίας. Αρχικά δεν απαντά, νομίζω δε με άκουσε. Επαναλαμβάνω πιο δυνατά και αργά το όνομα του δρόμου: Γκρόττα Πίντα. Με έχει ακούσει, χρειάζεται χρόνο για να απαντήσει απλώς. Μου δίνει οδηγίες πολύ προσεκτικά κι ευγενικά, σαν να με τιμάει με την απάντηση. Ο βιαστικός χρόνος και ο πραγματικός χρόνος. Έπειτα από λίγο χάνομαι, ρωτώ ξανά έναν κύριο. Μου λέει, δεν ξέρω, αλλά η κουνιάδα μου που μένει εδώ και θα κατέβει τώρα, αυτή θα ξέρει. Βλέπω πίσω του κάτι αμφιθεατρικό, που μαζί με τη ντροπή μου με κάνει να μην περιμένω. Βρίσκω το δρόμο, όντως είναι αυτός, συγκινητικό να έχει σωθεί κάτι με τόσο διαφορετική μορφή, κι όμως να είναι πάλι εκείνο. Φεύγοντας, ένα αυτοκίνητο σταματά, είναι ο κύριος με τη γυναίκα του και την κουνιάδα του. Με ρωτά αν το βρήκα, δείχνοντάς μου παράλληλα την κατεύθυνση. Λέω ναι. Φεύγουν κουνώντας μου το χέρι χαρούμενοι όλοι, εκείνος, η γυναίκα, η κουνιάδα στο πίσω κάθισμα. Σύσσωμο το αυτοκίνητο. Σύσσωμη η γειτονιά/ανταπόκριση.

Ιωάννα, Ρώμη, 29 Μαΐου 2012
φωτο: γυναίκα ταΐζει γάτα, acacia farnesiana, ο κόκκινος δρόμος, το καράβι, ο δρόμος του θεάτρου 






Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 22, Corrispondenza 22



Πάρα πολλές από αυτές τις βιολετί παιονίες στα δεξιά, νομίζεις θα γείρουν με το βάρος του χρώματός τους το καρότσι και θα πέσει. Και πίσω τους μια αγκαλιά μικρότερα λουλούδια, με ροζ άνθη. Λίγο αριστερά πιο ροζ παιονίες, σχεδόν άσπρες, κι εδώ αρχίζουν να εισέρχονται τριαντάφυλλα, άσπρα, ροζ, εκρού, και τριανταφυλλί (τριανταφυλλί τριαντάφυλλα;) και κίτρινα, και κόκκινα.

Στην Πιάτσα Ναβόνα, ένα απόγευμα που έπαιζαν ο Κηθ και ο Ντανίλο, ήρθε η αστυνομία και τους σταμάτησε, στα πλαίσια «καθαρισμού» της πόλης. Οι μουσικοί ενοχλούν τώρα. Ο κόσμος γιουχάιζε, μα εκείνοι ζήτησαν τις ταυτότητες τους, ο κόσμος έβγαλε τις δικές του ταυτότητες, ‘’πάρε αυτή, πάρε κι αυτή, πάρε και μια απ’ την Ελλάδα’’, φωνές. Τελικά η μουσική σταμάτησε, η πλατεία άδειασε. (στην εφημερίδα σχεδόν κάθε μέρα μια νέα αυτοκτονία, εδώ, εκεί, η πλατεία άδειασε).

Απόγευμα, στη γειτονιά της Μπαλντουίνα, 5 και μισή. Ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος άντρας με μπαστούνι προσπαθεί να προχωρήσει στο πεζοδρόμιο. Κάνει μικρές κινήσεις, σχεδόν επί τόπου, ενώ το μπαστούνι του είναι καρφωμένο στην άσφαλτο. Κάθε δέκα ας πούμε μικρομετατοπίσεις, κερδίζει μια ελάχιστη μετακίνηση. Σα να χορεύει σούστα, της Κρήτης, μα στην απελπισμένη της μορφή. Μαζί με το μπαστούνι κρατά μια σακούλα πλαστική του σούπερ μάρκετ με πράγματα, κι άλλη μια άδεια, τσαλακωμένη. Άσπρα μαλλιά, ωραία μορφή, αλλά σκληρή έκφραση. Στους περαστικούς που κοντοστέκονται, μην ξέροντας να βοηθήσουν ή να προσπεράσουν, μιλά (νομίζω) απότομα. Να φύγουν, να μην του κλείνουν το δρόμο.
Έχεις την αίσθηση ότι θα αργήσει, αλλά θα πάει πολύ μακρυά.
Σκέφτομαι τον Αγγελιαφόρο στην «Αντιγόνη»: Δε θα σου πω βέβαια πως … έφτασα σηκώνοντας το πόδι μου ανάλαφρο. Όχι, δεν έφτασα έτσι. Βλέπεις από τις σκέψεις που με τρώγανε όλο σταματήματα ήμουν στο δρόμο μου.

Πέμπτη βράδυ στην Γκαρμπατέλλα, μια πρώην εργατική συνοικία στο (πρώην) φωταέριο της Ρώμης. Ο χρόνος, μαγικός, μαλακός, έχει σταματήσει εκεί στη δεκαετία του μεσοπολέμου που την έφτιαξε. Πολυκατοικίες βγάζουν σε κοινές αυλές, παγκάκια, αγγελικές, γιασεμιά. Αρχιτεκτονική της γλυκύτητας, ποδήλατα παιδιών παρκαρισμένα κι αφύλακτα, κοιμούνται. Μικρές μονοκατοικίες, στους κήπους ντομάτες και βασιλικοί. Η αδιαπραγμάτευτη αίσθηση της κοινότητας, παλιά αυτό το λέγαμε γειτονιά. Εδώ γυρίστηκε η ταινία του Μορέττι με τον ποδηλάτη, αν θέλεις να δεις. Κι απ’ αυτές τις γειτονιές, τέτοιες γειτονιές, λέει ο Ερνέστο που με οδηγεί, ξεκίνησε η ιστορία της κουζίνας της Ρώμης. Επειδή η εκκλησία έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια κρέας (μα έλα τώρα) και στον κόσμο άφηνε τα υπολείμματα, εντόσθια, ουρές, πόδια. Κι απ’ αυτά τα υπολείμματα εκείνοι έφτιαχναν αριστουργήματα (φάε κόπα, κοινώς πηχτή, και θα με θυμηθείς). Γιατί η ουσία δεν είναι τι σου δίνουν, αλλά τι επιλέγεις να πάρεις. Κι έτσι προκύπτει η ελευθερία.

Το ποδηλατάκι μέσα μου ξεκουράζεται. Πολλά χιλιόμετρα πάνω του, κάποιες φορές ήτανε λίγο δύσκολο.
Στο τέλος όμως το να ‘ρθω σε σένα νίκησε
(μτφ. Ν. Παναγιωτόπουλος)

Ιωάννα, Ρώμη, 25 Μαΐου
φωτό: ποδήλατο μέσα, η αστυνομία της μουσικής





Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 21, Corrispondenza 21



 Παιονίες βιολετί ξανά. Έκθεση Τιντορέττο, στην Scuderie del Quirinale. Ένα μωρό, μωρό μωρό, κοιμάται παρκαρισμένο στο καρότσι του μπροστά στον πίνακα “The stealing of the dead body of St.Mark”/1562-6. Ένα χεράκι, το αριστερό, διακρίνεται έξω απ’ τα σκεπάσματα. Ο πίνακας (φωτισμένος  εξαιτίας του μωρού) μοιάζει με σκηνή θεάτρου. Φιγούρες στο βάθος και αριστερά διαφεύγουν, διάφανες, είναι και δεν είναι. Άλλα στοιχεία: ο άγιος –φυσικά- νεκρό σώμα, μια καμήλα –γιατί άραγε; το σκηνικό μιας πόλης, καταιγίδα (δεν επιτρέπεται η φωτογράφηση).
Δυο πατώματα πιο πάνω α! ο Γκρέκο. Domenikos Theotokopoulos, detto El Greco (Candia (Candia; όχι Φόδελε;) 1541-Τολέδο 1604). “The healing of the blind man”/1570-5. Δυο γυναίκες πλησιάζουν, il Greco, il Greco, λένε σιγανά, με θαυμασμό στη φωνή. “Η ίαση του τυφλού”. Η μικρή πατρίδα. Χαμογελώ, λες και κάποιος μου ‘δωσε να πιω λίγη ρακή, ένα «εβίβα». Όχι, δεν είναι θέμα εντοπιότητας, ούτε τα γένια μου θέλω να ευλογήσω, φάνηκε απλά λίγο ο ορίζοντας της θάλασσας, ο ήλιος ανάμεσα στις ελιές, ο κήπος, η γιαγιά μου. Προσωπικά συμφέροντα/συμφέροντα αγάπης (μπλέ, μπλε του χαμού στο ρούχο του Ιησού, και ασπροκόκκινο στο φόντο, φτάνει ως το βιολετί του ανθοπώλη, μπλε μωβ και χρυσό, και μπλε κόκκινο, κι απέναντι άλλο μπλε, βαθύ, σκοτεινό, και κόκκινο σκούρο, Tiziano Vecellio, “Annunciation”/1558, γιατί η αλήθεια έχει/είναι αποχρώσεις).
il Greco: το φόντο σα μίλια μακρυά, οι μορφές σαν ήδη μέσα στο σώμα μου.
Τι θα πει Greco σήμερα; Τι θα πει μπλε του χαμού; Τι θα πει κύμα; Κυριακή μεσημέρι, Ρώμη, καιρός συννεφιασμένος, καιρός για δουλειά (για αγάπη;)

«Και δεξιός να είναι ο θεός, αδέξιος δεν είναι». Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 20-5-12
Ιωάννα, Ρώμη, 20-5-12
φωτο: ο Τιντορέττο του μωρού, δρόμος κατηφορίζοντας από την έκθεση, το θέατρο του Μάρκελλου (διαφεύγον επίσης -προηγούμενος περίπατος)







Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 20, Corrispondenza 20



Παιονίες, την πρώτη μέρα βιολετί, χρώμα ασύλληπτο, την άλλη μέρα ροζ βαθύ, σταθερά ασύλληπτο, μια σειρά κάτω, και πίσω, όρθιες και μπουμπουκιαστές, μια σειρά του προαναφερθέντος βιολετί. «Μα να μη θυμάμαι πώς λένε το νησί που πήγα», μονολογεί ο ανθοπώλης, αφού πρώτα με ρωτήσει τι νέα από την Ελλάδα. Του έφερα δώρο ένα κομπολόι, «δεν έπρεπε» (νομίζω) λέει, και απομακρύνοεται για να μη φανεί (νομίζω) η συγκίνηση.

Παρακολουθώ ένα μάθημα μετάφρασης στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών της Σαπιέντσα. Μιλούν για το «Βασιλιά της Ασίνης». Κολύμπησα σε κείνα τα νερά. Σε λίγο θα τους μιλήσω κι εγώ, για την «Αντιγόνη», για τους «Πέρσες». Τώρα θα ταίριαζε πολύ να πω «Ο ποιητής ένα κενό» αλλά δεν το λέω. Γιατί αυτά που ταίριαζαν, δεν ταιριάζουν πια. (Un vuoto/Ένα κενό.)
Από τον Μπογιόπουλο: Περιγράφοντας την κατάσταση στη Νέα Ορλεάνη [μετά τις πλημμύρες] ένας επιφανής Ρεπουμπλικανός βουλευτής, ο Ρίτσαρντ Μπέικερ, αποτιμώντας το γεγονός ότι πολλές οικογένειες μαύρων είχαν ξεκληριστεί και ακόμα περισσότεροι θα ήταν αδύνατο να επιστρέψουν, αφού οι εργολάβοι που ανέλαβαν την ανοικοδόμηση φρόντιζαν να εκτινάξουν τις τιμές για σπίτια και ενοικίαση, ακούστηκε να λέει: «Καθαρίσαμε τελικά τις δημόσιες κατοικίες στη Νέα Ορλεάνη. Εμείς δεν το είχαμε κατορθώσει, αλλά ο Θεός το κατόρθωσε.»
και: [Το 2010] για κάθε έναν από τους 417 νέους δισεκατομμυριούχους σε σχέση με το 2008, αντιστοιχούσαν 105.000 περισσότεροι φτωχοί, πένητες και λιμοκτονούντες.
Ένα κάπως μεγαλύτερο κενό. Εκτός αν φυσάει αέρας –έτσι το λέει;

Στη Βία ντελ Κόρσο ένας νέος ζωγραφίζει στο πεζοδρόμιο τον Γκουίντο Ρένι της ανταπόκρισης 6. Τα βήματά μου, που περιφέρονταν σχεδόν απελπισμένα, ζωηρεύουν. (Η κατάσταση είναι εμπόλεμη, κι εγώ πνίγομαι σε κουταλιές ατομικής απελπισίας.)
Ψάχνοντας την πλατεία όπου το σιντριβάνι της Δάφνης με τις χελώνες/fontana delle tartaruge (επαναλαμβανόμενα ταυ ταύτισης) ξετρυπώνω στο γκέτο –εδώ στο παγκάκι είχαμε καθίσει ένα βράδυ σπουδαίο, α!, και, μέσα από το Portico της Οτταβίας, το οποίο (νομίζω) είναι νεώριο, καθώς ο Τίβερης είναι δίπλα, βγαίνω, α!, στο Τεάτρο Μαρτσέλλο. Όλα αυτά ήταν στη σκέψη μου κάπου στη Ρώμη, αχανώς, και τώρα η τυχαία βόλτα τα συμπλέκει σε μια ορισμένη γεωγραφία, αυτό εδώ, αυτό εκεί, έτσι η σχέση τους. Πολλά ακόμα να γράψω δεν έχω, σε αναζητώ γι αυτό γράφω, κάνω μαθήματα εδώ για το αρχαίο θέατρο και το πολιτικό καθήκον, σε ανθρώπους με καλοσύνη, και τα βράδυα στο ίντερνετ ψάχνω να μάθω, να καταλάβω τι γίνεται στην Ελλάδα. Είχε συνέντευξη ο Γλέζος σήμερα, στην Corriera della Sera, την πήρα και τη διάβασα με τα μικρά ιταλικά μου, ο Τζ. διόρθωνε κι εξηγούσε. «Α! παρτιτζάνο!», είπε με ενθουσιασμό, θυμόταν τα της σημαίας, ενθουσιάστηκε με το γενναίο λόγο του. Παρτιτζάνο, σι. Κι ο πόλεμος; Κι οι σύντροφοι;

Τι κάνετε, πώς είστε; Πώς είναι ο καιρός στην πατρίδα; Εδώ πάει για βροχή πάλι, τι παράξενος Μάιος.
Ιωάννα, Ρώμη, 18-5-12
φωτο: παιονίες, δρόμος αγγέλου, χελώνες





Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 19, Corrispondenza 19


Ηλεκτρικός, πρωί, Πειραιάς-Μοναστηράκι. Κρατάω προσεκτικά τέσσερα τριαντάφυλλα που μου έκοψε η μαμά από τον κήπο, τρία κόκκινα κι ένα χρυσό. Θυμάμαι τα χέρια της γιαγιάς, την τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα. Θυμάμαι να μην ξεχάσω.
Αρχαία Αγορά, Ακρόπολη-Θησείο. Στην πλατφόρμα του μετρό διαφημίζουν την παράσταση Protect me της Shaubühne. Ναι, προτέκτ μι. Βγαίνω στο Σύνταγμα, η πλατεία σχεδόν άδεια, εφτά και κάτι, η πόλη μοιάζει να κοιμάται. Ένας σκύλος το ίδιο, μπροστά στον κατάλογο των ετεροδημοτών, μπροστά στο πολλάκις καμένο ταχυδρομείο. Κι όμως, κάτι μοιάζει να κινήθηκε αυτή τη φορά (ομοίως κι ο σκυλάκος). Όχι τόσο στα ποσοστά που δόθηκαν, όσο στα ποσοστά που πάρθηκαν. Μιλάμε και ρωτάμε μεταξύ μας: Κάπως καλύτερα, ε; Κάπως καλύτερα. Αν εξαιρέσεις το «εγέρθητο», μπορεί κάτι να γίνει. Ο σκυλάκος ήσυχος, άλλος ένας τριγυρνά γύρω του χαλαρός, ένα πουλί πιο πέρα. Πλατεία Συντάγματος, σύντομα κοντά σας.

Εντάξει, έχω έξι ώρες στην Αθήνα. Τι θα γίνει πρώτα τι μετά; Ποιους θα προλάβω να δω, τι να κάνω; Παράξενες αυτές οι ώρες τράνσιτο, είμαι και δεν είμαι εδώ. Ποτίζω τα λουλούδια, ένας κόκκινος κρίνος άνθισε, τον αφήνω στο Θοδωρή. Συναντώ ακόμα τη Δάφνη, την Καλλιόπη, δεν καταφέρνω να συναντήσω την Ελένη. Καταφέρνω να πάω στην Ευριπίδου, στο Μπαχάρ, να πάρω κανέλα, μπαχάρι (όχι, δεν είναι λογοτεχνική η ανάγκη, είναι πραγματική), πιπέρι μαύρο τριμμένο και αστεροειδείς γλυκάνισους. Για τη Ρρώμη, για τη μνήμη, για την ευωδιά. Οδός Ευριπίδου, ναι (Μακάρι να μην είχε ποτέ φτερουγίσει η Αργώ). Οδός Ευριπίδου πάντα. Στο μαγαζί η γνωστή ουρά ως έξω, δεν ξέρω γιατί με ησυχάζει ότι όλα είναι καλά. Απέναντι λουλούδια, ανάμεσα, στο οδόστρωμα, φυλές και χρόνος. Εδώ είμαστε καλά. Εδώ ας γίνει κάτι.

«Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει και χωρίς την Ελλάδα» δηλώνει ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε (Ρεπούμπλικα 12/5/12). «Ο συνέπειες από μια έξοδο της Ελλάδας από την Ευρώπη θα είναι ελάχιστες, απολύτως αποδεκτές.»

Μα! Είναι φόβος αυτό που μυρίζει στα λόγια τους;
Η απάντηση για κάποιο λόγο βρίσκεται στην οδό Ευριπίδου. Και κάτι ακόμα, ιταλικό: μα βαφανκούλο, βα. Υπέροχος ο επιτονισμός αυτής της φράσης, με μια μικρή προέκταση και αργοπορία στο δεύτερο α, σαν τσίχλα που ανοίγει, και μια ελαφριά άνοδο στο ο, και μικρή παύση έπειτα, για να έρθει λαμπρό, με ελεγχόμενη επιτάχυνση, το τελευταίο α, με κίνηση συνήθως του χεριού μεγαλειώδη, που παρασύρει και τη γλώσσα προς μια ευφορία έκφρασης χωρίς τέλος.

Ιωάννα, Αθήνα/Ρώμη, 6/12 Μαΐου
φωτο: ετεροδημότες-οδός Ευριπίδου2





Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 18, Corrispondenza 18


Αεροδρόμιο Χανίων, φτηνή πτήση από Ρώμη για τις εκλογές. Ήλιος και αέρας, χιόνι στα βουνά. Απορίες.
Σχεδόν πανσέληνος στην Εθνική οδό Χανίων-Ηρακλείου (είμαι στο σωστό μέρος λοιπόν). Η θάλασσα ήσυχη, μεγάλο φεγγάρι. Πικροδάφνες στο δρόμο, εκατέρωθεν ροζ. Θάλασσα μπλε-γκρι, της πρώτης νύχτας. Από τη μια άκρη της Κρήτης στην άλλη, με το φεγγάρι μπροστά. Αυτό είναι ένα γεγονός.
Μάλλον δύο γεγονότα. Και οι εκλογές αύριο;
Στα βουνά έχει ακόμα χιόνι. Τρία γεγονότα –το αύριο δεν ήρθε ακόμα.

Στο Ηράκλειο περιμένουν η μαμά Ειρήνη, η μικρή Ειρήνη (χρόνια πολλά), η γιαγιά Μαρία. Η γιαγιά είναι ενενήντα οκτώ χρονών, η μικρή Ειρήνη ενάμιση. Κρατούν με τον ίδιο προσεκτικό τρόπο το πιρούνι, χωρίς τίποτα αυτονόητο να υπάρχει στην πράξη τους, αντίθετα μεγάλη χάρη, προσοχή και λεπτομέρεια, δεν ξέρω αλήθεια πώς να την πω αυτή την αλήθεια.
Παίζω κρυφτό με την Ειρήνη. Με κοιτά, ζητά «πάλι», και μετά πάει και μου φέρνει να διαβάσουμε ένα παραμύθι για το κρυφτό. Έχει ενάμιση χρόνο στη διάθεσή της για να μπορεί να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα. Η σοφία της είναι ίσως προϊόν ενός άλλου χρόνου, αυτού του ενάμιση ναι, αλλά πώς; τι χρόνος είναι αυτός; χαμογελώ και τη φιλάω, ανίκανη να την αντιληφθώ πλήρως, αφήνομαι στην αγάπη.
Το πρωί στον κήπο της γιαγιάς έχει ήλιο. Βγάζει την καρέκλα της και κάθεται εκεί, να ζεσταθεί από το μακρύ χειμώνα. Περπατά αργά, έχει χτυπήσει το πόδι της. Το φροντίζει όπως κι εμάς, σηκώθηκε πρωί για να ξεπαγώσει κρέας να μαγειρέψουμε. Φτιάχνει το τσεμπέρι της, τα χέρια μεγάλα σαν πουλιά, σαν κατάρτια, σαν αγάπη, διασχίζουν το χώρο. Δεν μπορώ να περιγράψω και πάλι. Κρατά μια χαρτοπετσέτα, ένα σκουπιδάκι. Το κρατά σα να χορεύει, σα να μιλά μαζί του, τα χέρια της, μικρές κινήσεις της ανάγκης, προσεκτικές, όπως το πιρούνι. Μπαίνοντας μέσα το αφήνει στο τραπεζάκι, δεν ξέρω γιατί στη θέα του μου έρχονται κλάματα.
Η γιαγιά είναι μια ρίζα, ένα αταξινόμητο συναίσθημα που υπερβαίνει την αγάπη (ορίζοντάς την ταυτόχρονα).

Ιωάννα, Κρήτη, 6-5-12
φωτο: καφενείο στα Χανιά-η γιαγιά μου –αχινοί Ιεράπετρας






Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 17, Corrispondenza 17


Μπεζ-λευκά στα δεξιά, αποθεμένα μαλακά πάνω σε φτέρες (κι ανάμεσά τους ένα μόνο ροζ), αριστερά πιο μπεζ, και ροζ, και σχεδόν κόκκινα. Αλλαγή εικόνας.
Via della Pace, δίπλα στην έκθεση του Μιρό (δεν μπαίνω). Ωραία παλιά πλατεία, 7 παρά, απόγευμα. Λίγο ακόμα φως στο καμπαναριό της εκκλησίας/γκιόστρας με την έκθεση. Μια ιταλίδα έκατσε και παράγγειλε προσέκο, μιλώντας σταθερά στο κινητό. Ακόμα μιλάει. Τέσσερις έλληνες απέναντι, η κοπέλα επίσης μιλά σταθερά στο κινητό, προφανώς με Ελλάδα. (μα δεν είναι πανάκριβο;) Σκέφτομαι, ίσως η γυναίκα θέλει να ξορκίσει τη μοναξιά. Και η κοπέλα της παρέας τι θέλει να ξορκίσει; Τη σχέση; Κοίτα πώς έχει γίνει, είτε μόνος είτε με παρέα, μία είναι η ιδέα (θα μπορούσε να είναι πολύ πιο τραγικό το δύσ-τιχο, που έλεγε κι ο Νίκος, αλλά δεν έχω έμπνευση).

Είμαι στο Campo dei Fiori και δεν ξέρω τι μου γίνεται. Κάθομαι εδώ που καθόμαστε με τον G., στα κλειστά μεταλλικά σκαλάκια των ανθοπωλών, απέναντι από το άγαλμα του Τζορντάνο Μπρούνο. Πέρασε σκυθρωπός ο άνθρωπος-κλόουν με το πρόσωπο βαμμένο άσπρο, κουβαλώντας βαριά το βαλιτσάκι του. Στο σινεμά απέναντι παίζει το From Rome to Love, του ωραίου Woody. Καταγράφω την πραγματικότητα για να βρω ένα σημείο αναφοράς. Τι κάνω στη Ρώμη; Τι κάνω στη ζωή; Επιθυμία για γλυκό (κλασικό σε τέτοιες ερωτήσεις). Αύριο στην Piazza di Spagna, στο γνωστό σκαλί που δεν εφαρμόζει καλά, στην πάνω δεξιά πλευρά της σκάλας, τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Ήλιος δυνατός στα όρια της ενόχλησης, έρχεται το καλοκαίρι.

Περνάμε με τα ποδήλατα από την Piazza Navona. O Keith, φίλος του G.,  παίζει μαζί με τον Danillo στην πλατεία, εξαιρετικά, Dire Straits, τσεκάροντας κάθε τόσο για τυχόν αστυνομία. Αφού τελειώσει το κομμάτι μου τον συστήνει, «είναι από τη Σερβία» μου λέει. Ο  Keith χαμογελά κάπως πειραχτικά, και τρυφερά συνάμα: «από την Κροατία», τον διορθώνει. «Με συγχωρείς», λέει ο G., «μα δεν πειράζει, αλήθεια», Keith, «για μένα δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν έφυγα ήταν μια Γιουγκοσλαβία. Δεν έχω ξαναγυρίσει από τότε.»
Μας κάνουν δώρο μια εξαιρετική εκτέλεση του Soultans of Swing, η πλατεία έχει σταματήσει και κοιτάει, χειροκροτά δυνατά.
Επιθυμία για γλυκό; Όχι, όχι τώρα. Λίγο πίσω από τους μουσικούς, πίσω από την πλατεία, είναι το άγαλμα του Πασκουίνο. Τα λέγαμε και στην παράσταση, να μην τα ξαναλέω. Το άγαλμα ήταν γεμάτο σκωπτικούς αντιπαπο-κυβερνητικούς στίχους, εδώ και πέντε αιώνες. Τις τελευταίες μέρες ο δήμος της Ρώμης (προφανώς) θεώρησε καλό να το «καθαρίσει» από κάθε απεύθυνση (λευκά μικρά σημαδάκια κοντά στο άγαλμα τις θυμίζουν), όπως επίσης θεώρησε καλό να απαγορεύσει τους υπαίθριους μουσικούς, γιατί προκαλούν λέει αναστάτωση στην πόλη.
Πώς το έλεγε η Σάρα Κέην; Α ναι, «Καθαροί πια».
Και τι σημαίνει «αναστάτωση»; Κάτι παλιό ή κάτι νέο;

Ιωάννα, Ρώμη, 4-5-12
φωτο: Keith και Danillo – Πασκουίνο, καθαρός πια





Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ανταπόκριση 16, Corrispondenza 16


Τριαντάφυλλα. Κόκκινο-ροζ το περισσότερο καρότσι, αριστερά λίγα κίτρινα, δεξιά άσπρα. Σταματήσαμε και πήραμε μια αγκαλιά ροζ για τα ποδήλατα. Πρωτομαγιά.
Αυτή τη φορά (ο ανθοπώλης) έκατσε να τον φωτογραφήσουμε. Του είπα, τον ξέρουν τώρα πια στην Ελλάδα. Χαμογέλασε, θυμήθηκε πάλι τις διακοπές που πήγε εκεί, ωραίο μέρος. «Μακάρι τα λουλούδια μου να βοηθήσουν».
Έκθεση στο Palazzo dell’ Espozitioni, Il Guggenheim. Lavanguardia americana 1945-1980 (παράλληλα τρέχει κι άλλη μία έκθεση για τη ρώσικη πρωτοπορία, που είμαι σίγουρη θα είναι καλύτερη. πιο μεγάλη η ανάγκη, κατάλαβες;)
Έτσι είναι, τα περισσότερα έργα θα μπορούσα και να μην τα έχω δει. Μόνο στον Pollock νιώθεις ήρεμος, ότι καταλαβαίνει την απορία, τη μη οδό. Untitled /1912, έχει ήδη βρει τη φόρμα του, τις χυμένες πινελιές. Δυο προηγούμενα έργα του, αν και της ίδιας εποχής, δεν έχουν ακόμα ξεφύγει από το περίγραμμα της μορφής. Όμως αυτό το άτιτλο, ή αλλιώς Green silver/Argento verde (ωραίο δεν είναι στα ιταλικά;) εισχωρεί παντού. Ωραία παρέα δίπλα του το Compotition/1955 του W.De Cooning. Κι απέναντι άλλος ένας Pollock, Number 18/1950, ανακαλεί την ίδια χειρονομία, την ίδια ανάγκη, σε γκρι τώρα. Και λίγο κόκκινο, που εδώ μοιάζει με αίμα.
Γράφω τους τίτλους σαν τραγούδια, που κάποιος μπορεί να τα ψάξει στο Youtube. Αν τα βρεις, θα βρεις κάτι από μένα, κάτι από μένα για σένα. Έτσι είναι. Ζωγραφική: ένας τρόπος να αντέχεις. Ο άλλος είναι η βροχή. Ή η θάλασσα. Ο άλλος –τον άλλο τον ξέρεις εσύ.
Βρέχει σήμερα, στο είπα; Κάνει λίγο κρύο για Πρωτομαγιά. Έχω αράξει και ζεσταίνομαι σε έναν από τους σούπερ καναπέδες του μουσείου, με θέα το πράσινο του Πόλλοκ (έχω κοιμηθεί εδώ παλιότερα/τα απομνημονεύματα της Ιωάννας στη Ρώμη, ήτοι τα μέρη που έχει κοιμηθεί).
«Αν δεις σε ρεπροντιξιόν μικρών διαστάσεων το Lavender Mist (1950) ίσως να το περάσεις για χάρτη του Google Earth, αν το δεις από κοντά όμως δεν μπορείς να το ερμηνεύσεις παρά μόνο σαν αυτό που είναι: ένα αχανές, σπαρταριστό πλέγμα από γραμμές και κηλίδες που όλες πάλλονται με υπερβατική λαχτάρα. Ο μόνος τόπος όπου μπορεί να σε οδηγήσει ένας τέτοιος χάρτης είναι η βασιλική οδός του ασυνείδητου.» Αλιεύω –έτσι δε λένε οι σοβαροί μελετητές;- από τη Καθημερινή (11-3-12).
Το βράδυ στη συναυλία της Πρωτομαγιάς, στην πλατεία Σαν Τζιοβάννι. Μεγάλη σκηνή, αναμετάδοση από την τηλεόραση, δημοφιλή συγκροτήματα, πολύ αλκοόλ. Κάπου κάπου ανεμίζουν σημαίες με σφυροδρέπανα, ενώ η κάμερα στις γιγαντοοθόνες κάνει ζουμ στα παπούτσια της παρουσιάστριας. «Κανείς απολυμένος δεν είναι απόψε εδώ», λέει ο Τζ., τον τράβηξα για να έρθουμε. «Καμιά κουβέντα για όσους αυτοκτόνησαν επειδή έχασαν τη δουλειά τους». Ωστόσο στον Εθνικό Ύμνο όλοι τραγουδούν, ανεμίζοντας δυνατότερα τις σημαίες. Τι να σημαίνει αυτό άραγε; Κάτι νέο ή κάτι παλιό;

Ιωάννα, Ρώμη, 1-5-12
φωτο: ανθοπώλης πρωτομαγιάς- τούνελ που οδηγεί στον Πόλλοκ - φέστα