Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Ανταπόκριση 12, Corrispondenza 12

Πειραιάς, λιμάνι, 6.30 το απόγευμα.
Το ραδιόφωνο λέει ότι πέθανε ο Μητροπάνος. Ξάφνιασμα, μούδιασμα. Περνώντας από την Καλλιρρόης ξανά συγκίνηση, κοντά στο θέατρο, τα μέρη των βημάτων, στο ραδιόφωνο σταθερά τα τραγούδια του. Σα να έχει περάσει πολύς καιρός και δεν είναι ούτε δυο μήνες. Ξέρω σε λίγο θα δω την Ακρόπολη, από τη γωνία που μου αρέσει, στο Μετς. Τα μέρη που κοιτώ, τα μέρη της πόλης. Τα μέρη που με κρατούν κι ορίζω τη διαδρομή μου στην πόλη. Η διαδρομή έχει να κάνει με το χρόνο, ο χρόνος με τη διαδρομή.
Πλατεία Συντάγματος.
"Πατριώτες. Δημοκράτες. Σκεφτείτε." Ένας άντρας με ντουντούκα σ' ένα τραπέζι στην είσοδο του μετρό, λέει κάθε τόσο αυτή τη φράση. Τα νερά στο σιντριβάνι στραφταλίζουν, ώρα έξι παρά, απόγευμα. Αριστερά τους το δέντρο με τα σημειώματα και τα λουλούδια, μ' έναν αρκούδο ν' ακουμπάει στον κορμό του, ένα στεφάνι από πολύχρωμα κουρελάκια στο χώμα πιο πέρα. Λουλούδια, στεφάνια, λουλούδια.
Δυο γυναίκες τα φροντίζουν, πετούν τα παλιά, βγάζουν μπροστά τα πιο φρέσκα. Δεν είναι συγγενείς.
Βγάζω το καπέλο. Είναι σα μη πραγματικός χώρος, επειδή είναι τόσο πραγματικός. Τόσο πραγματικός που λες και άνοιξε κάποιος μια τρύπα στην πλατεία.
Η πλατεία είναι κι αυτή πιο πραγματική τώρα. Όχι όσο το δέντρο, αλλά πιο πραγματική από παλιά. (Και τι, πρέπει να αυτοκτονούμε για να είμαστε πραγματικοί; Όχι, όχι. Όμως τώρα δεν μπορείς πια να κλείσεις τα μάτια). Εδώ είναι το κέντρο της πόλης. Μια τρύπα. Μια αναμονή. Λίγος κόσμος, δυνατός αέρας.
Ηριδανός, Θησείο. Την ώρα που κοιμούνται τα πουλιά. 8 και λίγο. Ναός Ηφαίστου, σιωπηλός. Πεύκα αργοσαλεύουν. Ο αέρας ησύχασε κάπως, τα πουλιά τιτιβίζουν, κουβέντες του βραδιού (το λέμε αυτό; του βραδιού;). Κάποιος περαστικός πίσω: 'τι ωραίο μέρος ρε γαμώτο!' (εδώ όσοι κοιτούν λένε κάτι σχετικό με γαμ-, θυμάσαι;) Τα νερά του ποταμού στραφταλίζουν, αντανακλούν άραγε το σιντριβάνι στο Σύνταγμα; Ο ποταμός έρχεται από κει ψηλά. Ωραίο, ε; Ο ποταμός περνάει από το Σύνταγμα. (Κάποτε ο λόγος θα γίνει συλλογικός. κι άλλο τρένο περνά). Τα φώτα της Ακρόπολης ακόμα δεν άναψαν. (Ο λόγος για τον οποίο γράφω, ο συλλογικός λόγος). Ακόμα τα φώτα της Ακρόπολης, ακόμα. Άργησαν απόψε;
Α! να τα! Στα Προπύλαια. (περιμένω τη συνέχεια). Η μια κολώνα έγινε πράσινη, τα άλλα χρυσά.. (Το βράδυ στο καφέ έβαζαν όλο Μητροπάνο. Να θες να κλάψεις για όλα μαζί, για τη φωνή του, για την Ακρόπολη -από αγάπη-, για τα νερά του Ηριδανού, για το Σύνταγμα. -όχι άλλα φώτα για την ώρα, το πριν όλο χρυσό).
Ανεβαίνοντας την Ερμού, πριν την Αιόλου, υπάρχει μια εσοχή του μικροσκοπικού πεζοδρομίου που καιρό τώρα κοιμάται κάποιος. Δε φαίνονται από μακρυά οι κούτες, λες να έφυγε; Ένα αυτοκίνητο σταματά, κάνει όπισθεν -μα είναι στα καλά του;- ένα χέρι με κάτι στρογγυλό και μετά μια γυναίκα βγαίνει λίγο από την πόρτα. Ένα άλλο χέρι από το πεζοδρόμιο απλώνει και το παίρνει. Είναι ένα καρβέλι ψωμί. Οι άστεγοι είναι δύο, ο άλλος καθιστός, κοιτάζει την Καπνικαρέα. Στο αυτοκίνητο είναι δυο γυναίκες. Δυο και δύο τέσσερα (ανεβαίνοντας προς Μοναστηράκι φως μικρό μέσα στον Παρθενώνα).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου