Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Ανταπόκριση 2, Corrispondenza 2



Την περασμένη Τρίτη έριχνε χιονόνερο στην Αθήνα. Οι άνθρωποι βιαστικοί, στο Σύνταγμα δε θυμάμαι αν είχαν βγάλει τα κιγκλιδώματα -ήταν εκεί για μέρες, θυμάσαι; να θυμίζουν ένδοξες εποχές. Βιαστική κι εγώ, έφευγα το απόγευμα για Ρώμη, βιαστικές δουλειές, οι τελευταίες εικόνες της πόλης.
Στη Ρώμη ήταν άνοιξη. Καμία σχέση με τα χιόνια που άφησα φεύγοντας. Μια μαλακή ζέστη, σαν τα πρώτα φυλλαράκια, σε κάνει να χαμογελάς. Ας είναι έστω ο καιρός ευνοϊκός. Έστω; Ο καιρός είναι μεγάλο πράγμα. Ο καιρός δεν περιμένει. Το έλεγαν από παλιά.
Ο υπαίθριος ανθοπώλης πίσω από την Piazza del Popolo έχει σήμερα άσπρα τριαντάφυλλα και μιμόζες. Τις προσφέρουν στις Ρωμαίες για τη μέρα της γυναίκας, ο καιρός, ο καιρός. Παίρνω δυο μπουκέτα, μου κάνει δώρο άλλο ένα, για την πατρίδα μου, που είναι σε δύσκολη ώρα. Έχει πάει, του αρέσει, “ελπίζω να τα καταφέρει” μου λέει ευγενικά. Με τις μιμόζες αγκαλιά στη μηχανή, τις κρατώ προσεκτικά για να τις προστατέψω, μα... είναι γαζίες! Ναι, είναι γαζίες. Τα λουλούδια της Γλυκιάς Οφηλίας! Κοίτα τώρα σύμπτωση, τις φυτεύαμε στην Αθήνα, και τώρα εδώ, στην αγκαλιά μου. Ακακία λευκάζουσα, dealbata.
Μια αγκαλιά μιμόζες. Πού είσαι, γλυκιά Οφηλία; Πού είσαι, γλυκιά πατρίδα; Κοίτα να δεις, ποτέ δεν πίστευα ότι θα χρησιμοποιούσα αυτό το επίθετο για σένα. Ήρθε ο καιρός; 





1 σχόλιο:

  1. Στον δρόμο για τον Πειραιά. Στον ηλεκτρικό δυό νεαροί γύρω στα 20 με 22 όρθιοι μπροστά από την πόρτα σ’ένα βαγόνι. Ο πιο ψηλός (Ψ) στέκεται ακριβώς μπροστά στην ένωση της πόρτας γιατί εκεί το λουρί απ’το τσαντάκι του έχει πιαστεί, ο φίλος του (Μ) έχει μούσι (του παπά) και δεν κρατιέται από πουθενά. Δίπλα εγώ και μια αγαπημένη φίλη. Σχεδόν συννενοημένες σιωπούμε και κοιτώντας αδιάφορα η μία στο βάθος του τρένου τα πρόσωπα των επιβατών, κι η άλλη έξω απ’το παράθυρο τα σπίτια και τα σύννεφα σε κίνηση, ακούμε προσεκτικά το διάλογό τους.
    Ψ- Αν μπλέξεις με τη Μάγια πρόσεξε. Ξέρεις τι μούχε κάνει ρε συ η γκόμενα όταν είμασταν μαζί? Δεν μπορείς να φανταστείς. Πρόσεξε σε παρακαλώ. Όχι για μένα δηλαδή. Για σένα ρε φίλε το λέω. Ειλικρινά. Πρόσεχε.
    Μ-………(Κάτι λέει αλλά το τρένο κάνει στάση και δεν ακούγεται)
    Η πόρτα ανοίγει, ο ψηλός μαζεύει το τσαντάκι του….
    Ψ- Στο παντελόνι που φοράω φίλε… (το παντελόνι blue jean με επιμελημένα σκισήματα και τρύπες στην περιοχή των γονάτων)
    Το τρένο φτάνει στο τέρμα. Βγαίνουμε έξω και προχωράμε αμίλητες με με μια γλυκιά ηρεμία απέναντι, στην πύλη απ’ όπου φεύγουν τα φέρυ για Αίγινα. Η φωνή του κυρίου ανάμεσα στο καροτσάκι με τα κουλούρια και τον γκισέ με τα εισιτήρια, μας γλυκαίνει το βλέμμα και τον ακούμε να φωνάζει… “έλα πάρε φρέσκο κουλουράκι,το πλοίο για αίγινα φεύγει στις δυόμιση…”
    Του χαμογελάμε, αγοράζουμε δυο εισιτήρια, και μπαίνουμε στο πλοίο, ανεβαίνουμε τις κυλιόμενες και αράζουμε στο πάνω κατάστρωμα. Είμαστε τρεις άνθρωποι, όλοι με πλάτη στον πειραιά, μισοκλείνουμε τα μάτια, αφήνοντας το δροσερό αεράκι να μας παγώνει γλυκά…. Η ώρα περνάει μέσα σε πέντε λεπτά… Φτάσαμε στην Αίγινα…. Μια σύντομη και γλυκιά αλλαγή σκηνικού…..

    ΑπάντησηΔιαγραφή